ψαχουλευτά

ψαχουλευτά
Ν [ψαχουλεύω]
επίρρ. (τροπ.) ψαχουλεύοντας, ψηλαφητά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψαχουλευτά — επίρρ. τροπ., ψάχνοντας εδώ κι εκεί, ψηλαφιστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πασπατευτά — επίρρ. τροπ., ψηλαφητά, ψαχουλευτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψηλαφιστά — επίρρ. τροπ., ψαχουλευτά, με ψηλάφηση: Προχωρούσαμε ψηλαφιστά στο σκοτάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”